- παιδοτρόφιον
- παιδοτρόφ-ιον, τό, perh.A feeding-bottle, PTeb.414.20 (ii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παιδοτρόφιον — παιδοτρόφιον, τὸ (Α) [παιδοτρόφος] το θήλαστρο … Dictionary of Greek